παρακρούεσθαι

παρακρούεσθαι
παρακρούω
strike aside
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”